- τρόμβος
- ο, ΝΜΑ1. (γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα2. το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχηνεοελλ.1. ζωολ. γένος θαλάσσιων γαστερόποδων μαλακίων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας στρομβίδες, που απαντά στα θερμά ρηχά νερά τών τροπικών θαλασσών και αφθονεί στους κοραλλιογενείς υφάλους, με γνωστότερο είδος το Strombus gigas2. ειδικό εργαλείο συστροφής σχοινιώναρχ.1. ανεμοστρόβιλος («στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσιν», Αισχύλ.)2. όστρακο που χρησίμευε ως σάλπιγγα3. το σαλιγκάρι4. ο καρπός τού πεύκου ή τού ελάτου, το κουκουνάρι5. ηλακάτη, ρόκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στρόμβος έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα στροβ- τής ρίζας τού επιθ. στρεβ-λός* (βλ. λ. στρέφω) με εκφραστικό έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. τρέφω: θρόμβος)].
Dictionary of Greek. 2013.